- ταβέλλα
- τᾰβέλλ-α, ἡ,A writing tablet, note, PHamb.29.23 (i A.D.), POxy.273.7 (i A.D.); τ. ἐλευθερώσεως manumission-letter, Sammelb.5217.16 (ii A.D.), cf. BGU388i 11, 16 (ii/iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταβέλλα — ἡ, Α 1. πινακίδα γραφής 2. φρ. «ταβέλλα ἐλευθερώσεως» γράμμα για την απελευθέρωση δούλου πάπ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabella «πινακίδα»] … Dictionary of Greek
ταβελλάριος — ὁ, ΜΑ γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellarius «επιστολιαφόρος» (πρβλ. και ταβέλλα)] … Dictionary of Greek
ταβελλίων — ὁ, ΜΑ 1. Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την ευθύνη για τη σύνταξη συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ό τά τής πόλεως γράφων συμβόλαια». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellio, iōnis «συμβολαιογράφος» (πρβλ. και ταβέλλα)) … Dictionary of Greek